- τελεόγονος
- -ον, Ααυτός που γεννήθηκε τέλειος, μετά την κανονική συμπλήρωση τού χρόνου τής κυοφορίας («τὰ μὲν τελεόγονα τῷ χρόνῳ ἔτεκεν», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < τέλειος / τέλεος + -γονος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. παλαιό-γονος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].
Dictionary of Greek. 2013.